Αγνή Στρουμπούλη

Ηχητικά αποσπάσματα


Ο Φόβος

από τη συλλογή παραμυθιών
Κάτι κατεργάρηδες ποντικοί
12 λαϊκά παραμύθια

εκδόσεις ’σπρη λέξη
ανθολόγηση-μεταγραφή: Αγνή Στρουμπούλη
εικονογράφηση: Γιάννης Στύλος


Ένας είχε τρεις αδελφάδες κι ήτανε μοναχαδερφός. Ούτε πατέρα, ούτε τίποτα. Αυτός τις πρόσεχε, τις είχε απάνω του, που λένε. Κι εκείνες τον αγαπούσανε πολύ τον αδελφό τους, αλλά είχαν ένα κακό. ’μα κάθονταν να φάνε και ήταν βράδυ, δεν έτρωγαν. Φοβόντουσαν.
-Πω πώ! Φοβάμαι!
- Πω πω! Κλείσε! Φοβάμαι!
- Πω πω! Φοβάμαι!
Ούτε όξω τη νύχτα ούτε τίποτα, κλειδωμένες κάθονταν μέσα. Όλη τη μέρα σεργιάνιζαν, με το πρώτο αστέρι, μέσα, και μπουκιά στο στόμα τους. Δεν τις άντεχε κι αυτός.
- ’ει στα κομμάτια!, λέει, καθίστε αυτού όπως είστε κι εγώ θα πα' να βρω το φόβο! Κι όποτε γυρίσω, λέει.
Παίρνει κατιτί για το δρόμο, άμα πεινάσει, του φκιάσανε οι αδερφάδες του πίτα, να πούμε, λίγο κρασάκι, σπιτικά πράματα, και φεύγει. Φεύγει λοιπόν ο αδερφός να πάει να βρει το φόβο.
Πού να πάω... σκεφτόταν. Ας ρωτήσω κάνα γέρο...
Βρίσκει ένα γέρο, τον ρωτάει.
- Είσαι άξιος εσύ, του λέει ο γέρος, να βρεις το φόβο, που 'σαι παιδί, που 'σαι μικρός;
-Είμαι!
- Αύριο, του λέει ο γέρος, που θα 'χει πανσέληνο, να πας στο δάσος, θα δεις ένα αλώνι. Αν κότας, να σταθείς εκεί να δεις το φόβο.

Πάει το παιδί στο δάσος, μπροστά του, στο μονοπάτι, βλέπει ένα τραγί ίσαμε 'κει πάνω, και πήγαινε με την μπάντα! Από κοντά το παιδί, χάντε χάντε, φτάνουν σ' ένα αλώνι. Είχε πανσέληνο και φώταγε σα μέρα... Χειμώνας ήταν, φύσαγε ένας δεληβοριάς. Παναΐα μου!...
Φτάνει στ' αλώνι το τραγί, σηκώνεται στα πόδια του και γίνεται μια γυναίκα, ίσαμε τον ουρανό, και γδυτή ντιπ, μάγισσα. Είχε ένα ξύλο με την πάνα του που πανίζουνε τον φούρνο, καβαλικεύει κι αρχινάει να κάνει κύκλους στο αλώνι και να λέει ξόρκια, ν'αρμέγει το φεγγάρι...
Έβλεπε αυτός και στάλαζε το φεγγάρι γάλα!...
Είχε ένα κουβά η μάγισσα και το μάζωνε.
Αμ, της έφτανε αυτό; Δεν της έφτανε...'Επιασε και πολέμαγε να το ρίξει το φεγγάρι κάτω!
Όταν απόσωσε τους γύρους της η μάγισσα, ακούς μια βουή, έτριζαν τα θεμέλια του κόσμου.
Τότε, βλέπει το παιδί το φεγγάρι κι έπεφτε!
Αρπάει το ξύλο, δίνει μια του φεγγαριού, νταμ!
Το στέλνει πάλι πάνω. Μπάμ! Μια κλωτσιά,
αναποδογύρισε και τον κουβά...
Αυτήνη, τίποτα, χάθηκε, αέρας.

- Αυτός ήταν ο φόβος; Λέει το παιδί, τίποτα δεν
ήταν.
Προχωράει, ήταν κάτι ψαράδες στο δρόμο, τους ρωτάει:
- Ξέρετε εσείς, είναι πουθενά άλλος φόβος; Γυρεύω το φόβο.
- Τα ξημερώματα φεύγει ένα παπόρι και περνάει απ' όξω από 'να νησί κι εκεί είναι ένας φόβος.

Κατεβαίνει το παιδί στο γιαλό, ανεβαίνει στο παπόρι. Κινάνε. Πήγαινε, πήγε, πήγε, πήγε, έφτασε το πλοίο σε μια θάλασσα. Κοντά εκεί ήταν ένα νησί. Βλέπει τότες το παιδί να κατεβαίνουνε όλοι κάτω στ' αμπάρι να κρυφτούνε, κι ο καπετάνιος μέσα, κλείστηκε στα τζάμια, με όπλα και με ρέστα.

- Γιατί κατεβαίνουνε όλοι κάτω; Ρωτάει το παιδί.
Υπάρχει φόβος, του λένε. Κατέβα κι εσύ, γιατί σ αυτό το νησί βγαίνει ένας φόβος.


- Μα 'γω το φόβο πα' να βρω. Αφήστε με μένα όξω, λέει. Αμάν!

- Βρε, βγάλτε με όξω, τους λέει, να πα' να ιδώ
πού είναι ο φόβος.
Τον βγάλανε, και κάθισε πάνω στο κατάρτι. Όλοι οι άλλοι ήτανε κρυμμένοι. 'Κει που πήγαινε το καράβι, πέφτει μπροστά του, μέσα στη θάλασσα, μια τεράστια κοπέλα! Κάτι μαλλιά! Κάτι μπούτια! Μια απέραντη από την ομορφιά! Αυτήνη, άμα την έβλεπε κανείς καπετάνιος, τιμονιέρης, σάστιζε, και το καράβι σταματούσε και τότες αυτή το σήκωνε... μπρρραπ! με το 'να της το χέρι, και το τσάκιζε. Και τους ανθρώπους τους έτρωγε. Σκύβει το παιδί κάτω, βαστιέται από το σκοινί, την αρπάνει, τη βγάνει πάνω. Πού να φοβηθεί αυτός! Όταν την έβγανε πάνω, έχασε αυτή τη δύναμη της, διαλύθηκε. Πέφτει το ένα της μπούτι, το ένα χέρι, το μισό της σώμα. Τα πιάνει αυτός και τα χάιδευε. Ύστερα, τα τυλίγει σ' ένα σεντόνι, τα βάνει στην μπάντα. Βγαίνει ο κόσμος όλος οπού 'ταν κρυμμένος, το πλήρωμα, και τηράγανε.
- Μην την 'γγιάξει κανένας!, λέει αυτός, όσο να περάσουμε το νησί. Ύστερα, ρίχτε τη στη θάλασσα. Και μη φοβόσαστε πια. Κατεβάστε με τώρα.
Τον βγάλανε όξω και του φιλάγανε τα χέρια που τους έσωσε.
- Είναι κάνας άλλος φόβος πουθενά στον κόσμο;
- Έχω ακουστά κι είναι ένας φόβος πάνω σε 'κείνο το βουνό, του λέει ένας.
Κίνησε το παιδί ν' ανεβεί στο βουνό. ’φοβος. Χάντε χάντε, νύχτωσε. Βλέπει από μακριά ένα φωτάκι. Ανέβαινε αυτός, ανέβαινε και το φωτάκι! Στην κορφή σταμάτησε.

Τηράει αυτός, βλέπει ένα καντήλι κι από κάτω, ένα πηγάδι. Εξετάζει, ήταν σαράντα σκαλιά. Κατεβαίνει, φτάνει σ' ένα πύργο. Μπαίνει μέσα και κρύβεται πίσω από μια πόρτα. Αφουγκράζεται, τίποτα. Ξεθαρρεύει, πάει πιο μέσα, βλέπει ένα δράκο και κοιμότανε, και μια μύγα μεγάλη -που δεν ύπαρχε άλλη- του ρούφαγε το αίμα. Πάει κοντά το παιδί, σηκώνει το σπαθί του, δίνει μια της μύγας, τη σκοτώνει.

Πάει πιο μέσα, ήτανε μια σάλα να χάνεις το μυαλό σου. Τι ήθελες και δεν το είχε. Ακούει φτερούγες, κρύβεται πίσω από ένα πορτόφυλλο να δει ποιος έρχεται, τι είναι.
Βλέπει και μπαίνουν μέσα τρεις νεράιδες!
Καθίσανε στο τραπέζι και τρώγανε.
«Τώρα να δούμε τι θα γένει...» σκέφτηκε το παιδί και τήραγε από τη χαραμάδα. Πήρανε να κεραστούνε.
Λέει η πρώτη:

- Σ' υγεία 'κείνου του νέου, άπου πήγε το φεγγάρι να πέσει κι αυτός το κράτησε!
Λέει η δεύτερη:
- Σ' υγεία 'κείνου του νέου, άπου πήγα στο καράβι κι ούλοι κρύφτηκαν κι αυτός στάθηκε.
Και μου κόπηκαν τα κορμιά κι αυτός τα μάζεψε!
Λέει η τρίτη:
- Σ' υγεία κείνου του νέου, άπου σκότωσε τη μύγα και με γλίτωσε, και μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου!
-’μα κάνει και βγει μπροστά μας, λέει η μία, τι θα τον κάνουμε;
- θα τον κάνουμε αδερφό μας, θα τον κάνουμε πατέρα μας, λέει η πρώτη.
- θα τον κάνουμε βασιλέα με πλούτια και παλάτια, λέει η δεύτερη.
- θα τον κάνουμε γαμπρό, και θα τόνε πάρω εγώ, λέει η τρίτη που 'τανε η πιο όμορφη.
Κρρρακ! Ανοίγει αυτός το ντουλάπι και παρουσιάζεται μπροστά τους. Το σπαθί του στο χέρι. ’μα έχεις σπαθί δε σε πειράζουνε οι νεράιδες. Αυτές, κόπηκαν ούλες. Κάτσανε, τον αγκαλιάσανε...
- θα σε κάνουμε πατέρα, θα σε κάνουμε αδερφό, μη μας πειράξεις καμία!...
- Δε σας πειράζω, λέει αυτός, θα μου πείτε, πώς ζείτε, τι κάνετε, τι δεν κάνετε...
Είμαστε ο φόβος, φοβίζουμε, λένε.
- Και γιατί να με φοβίσετε εμένα, ένα ξένο παιδί;
- Σε φοβίσαμε γιατί είπες πως πας να βρεις το φόβο. Ο φόβος είμαστε 'μεις!
- Ε, τότες, τέλειωσε ο προορισμός μου. Να γυρίσω πια τώρα στις αδερφάδες μου.
- Δε θες να σε κάνουμε πατέρα μας, να σε κάνουμε αδερφό μας;
- Όχι. Εμένα μου άρεσε ο άλλος λόγος άπου είπατε. Να με κάνετε γαμπρό.
- Και γαμπρό και αδερφό και πλούσιο θα σε κάνουμε, του λένε αυτές.
Πήρε λοιπόν τη μικρή τη νεράιδα κι έφυγαν και γύρισε στις αδερφάδες του.
-Ανοίξτε πόρτες και παράθυρα, δεν υπάρχει κανένας φόβος! Φώναξε το παιδί.
Τρελάθηκαν από τη χαρά τους οι αδερφάδες του άπου τον είχανε για πεθαμένο. Στρώσανε τραπέζια, φαγιά, κρασιά, άφοβοι τώρα, ε; Ανοίγει κι η νύφη, η νεράιδα, το μπαουλάκι της να βγάλει πεσκίρια, πετάγεται από μέσα ένας πόντικας.
- Ω! φωνάζουν όλοι, και το παιδί μαζί. Τι είναι τούτο; Λέει, κίτρινος, φλουρί.
-Αυτός είναι ο φόβος, του λένε οι αδερφάδες του.
- Αμ' πέστε το έτσι! Αυτός είναι φόβος!, λέει το παιδί. Μαζέψτε τα φαγιά! Κλείστε τις πόρτες, κλείστε τα παραθύρια!
'Κείνα τα χρόνια ήταν αυτά, τώρα είναι;



Κεντρική σελίδα αφιερώματος






Designed by TemplatesBox