Αγνή Στρουμπούλη

Ηχητικά αποσπάσματα


Ο Τσιρτσώνης

από τη συλλογή παραμυθιών
Κάτι κατεργάρηδες ποντικοί
12 λαϊκά παραμύθια

εκδόσεις Άσπρη λέξη
ανθολόγηση-μεταγραφή: Αγνή Στρουμπούλη
εικονογράφηση: Γιάννης Στύλος


Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δώδεκα αδέλφια και το μικρότερο το λέγανε Τσιρτσώνη. Μια μέρα βγήκανε στην αγορά να βρούνε δουλειά και, 'κει που στεκόντανε, πάει κοντά τους ένας άνθρωπος και τους λέει:
- Δεν έρχεστε να μου θερίσετε ένα χωράφι με το
μεροκάματο;
- Ερχόμαστε, αποκριθήκανε τα παλικάρια.
Τα πήρε, λοιπόν, εκείνος ο άνθρωπος και πήγε και τα 'δείξε το χωράφι και αρχίσανε να θερίζουνε. Και κείνος ο άνθρωπος ήτανε δράκος και είχε δώδεκα θυγατέρες. Και τις έφερε και κείνες και θερίζανε μαζί με τα παλικάρια.
Ύστερα από το μεσημέρι γράφει ένα γράμμα και το δίνει στον Τσιρτσώνη να το πάει στη δράκαινα. Το πήρε το γράμμα ο Τσιρτσώνης και το πήγαινε. Στο δρόμο που πήγαινε, υποψιάστηκε κι άνοιξε το γράμμα, και το διάβασε κι έλεγε στη γυναίκα του να σφάξει τον Τσιρτσώνη, να τον παραγεμίσει με ρύζι, με σταφίδες και με φιστίκια, να τον ψήσει στο φούρνο και να τον φέρει στο χωράφι το βράδυ να φάνε. Άμα το διάβασε ο Τσιρτσώνης, το έσκισε κι έγραψε ένα άλλο όπου έλεγε να σφάξει το καλύτερο πρόβατο, να το παραγεμίσει, να το φουρνίσει και να το πάει στο χωράφι. Έκλεισε το γράμμα, πήγε και το 'δώσε κι εγύρισε οπίσω.
Άμα τον είδε ο δράκος, θάμαξε και τον ρώτησε:
- Το πήγες το γράμμα;
- Το πήγα, είπε ο Τσιρτσώνης.
Το βράδυ βράδυ λοιπόν, βλέπεις την καλή σου τη δράκαινα με το πρόβατο στον ταβά κι ερχότανε. Αφού πήγε κοντά και τους χαιρέτησε, βλέπει ο δράκος, τι να δει! Ένα πρόβατο! Και είπε στη δράκαινα:
- Τί πρόβατο είναι αυτό; Πρόβατο εγώ σου έγραφα;
- Εμ, πρόβατο έλεγε το γράμμα, αποκρίθηκε η δράκαινα.
- Εγώ σου έγραφα να σφάξεις τον Τσιρτσώνη, όχι πρόβατο!
- Δεν ξέρω 'γω, είπε η δράκαινα, πρόβατο έλεγε το γράμμα σου, πρόβατο έσφαξα.
- Ας είναι δα, είπε ο δράκος.
Το βράδυ καθήσανε, φάγανε όλοι καλά καλά κι ύστερα από κομμάτι ώρα πλαγιάσανε όλοι στο χωράφι κι ο δράκος σκέπασε τα παλικάρια με μαύρες κάπες και τα κορίτσια του με άσπρες και είχε στο νου του να σηκωθεί τη νύχτα να τα φάει τα παλικάρια.
Ο Τσιρτσώνης ήτανε πονηρός και δεν αποκοιμήθηκε, μόν' αφού αποκοιμήθηκαν όλοι, σηκώθηκε και παίρνει τις άσπρες κάπες απ' τις δρακοπούλες και τις σκεπάζει με τις μαύρες και ξύπνησε και τ' αδέλφια του και σηκώθηκαν και 'κει που ήτανε πλαγιασμένα έριξε τις κάπες να θαρρεί ο δράκος ότι είναι εκεί. Κι ύστερα λέει στ' αδέλφια του ο Τσιρτσώνης να φύγουν, και να πάνε πέρα από τον ποταμό να πλαγιάσουν να κοιμηθούν και κείνος θα κρυφτεί εκεί κοντά, να δει τι θα κάνει ο δράκος.
Ύστερ' από λίγη ώρα, ξύπνησε ο δράκος και σηκώθηκε κι έφαγε τις θυγατέρες του, γιατί ήτανε σκεπασμένες με τις μαύρες κάπες και θαρρούσε πως ήταν τα παλικάρια. Στα υστερνά είπε:
- Τί γλυκό κρέας είχε ο Τσιρτσώνης!
Αποκρίνεται ο Τσιρτσώνης από κει που ήτανε κρυμμένος:
- Τί καλό κρέας είχανε οι θυγατέρες σου! Τότε το 'νοιώσε το λάθος του ο δράκος και είπε:
- Βρε Τσιρτσώνη, τί 'ναι αυτό που μου 'καμες ;
- Τι έπαθες ακόμα! είπε ο Τσιρτσώνης. Πίσω είναι τα θεριστικά!
Τότε τον κυνήγησε ο δράκος να τον φάει. Ο Τσιρτσώνης του είπε όμως:
- θα με φας, αλλά θα τρυπήσω την κοιλιά σου να βγω όξω.
Φοβήθηκε ο δράκος να μην τρυπήσει ο Τσιρτσώνης την κοιλιά του και βγει, δεν τον κυνήγησε και πήγε εκείνος κι ηύρε τ' αδέλφια του πέρα από τον ποταμό. Ύστερα ο Τσιρτσώνης πήγε στο βασιλιά και του λέει:
- Εγώ, αφέντη βασιλιά, ήρθα να μου δώσεις τη
θυγατέρα σου.
-Σου τη δίνω, σαν πας να μου φέρεις το κιλίμι
που κοιμάται πάνω ο δράκος.
Σηκώνεται ο Τσιρτσώνης, πάει στο παλάτι του δράκου και κει που κοιμότανε απ' αγάλια αγάλια το τραβά το κιλίμι και ίσια ίσια που το πήρε αποκάτω του. Ξύπνησε ο δράκος και σηκώθηκε και τον κυνηγούσε τον Τσιρτσώνη, και κει που κοντόφτασε να τον πιάσει, του είπε ο Τσιρτσώνης:
- θα με φας, αλλά θα τρυπήσω την κοιλία σου να βγω.
Μόλις άκουσε αυτό πάλι ο δράκος, κοντοστάθηκε. Ο Τσιρτσώνης πέρασε τον ποταμό. Ο δράκος δεν είχε αξία πέρα από τον ποταμό και άρχισε να παρακαλεί τον Τσιρτσώνη:
- Βρε Τσιρτσώνη, τι είναι αυτά που μου 'καμες; Μ' έκανες κι έφαγα τις θυγατέρες μου, μου 'κλεψες τώρα το κιλίμι μου!
- Τι έπαθες ακόμα! του αποκρίθηκε ο Τσιρτσώνης. Πίσω ακόμα είναι τα θεριστικά!
Τι να κάνει ο καημένος ο δράκος που δεν είχε αξία πέρα από τον ποταμό, γύρισε και πάει παραπονεμένος στο παλάτι του. Και ο Τσιρτσώνης πάει στο βασιλικό το παλάτι το κιλίμι, για να πάρει τη βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς όμως του είπε:
- Να πας να μου φέρεις και το ποτήρι του δράκου που φέγγει τη νύχτα σαν ήλιος και τότε να σου δώσω τη θυγατέρα μου.
Σηκώθηκε πάλι ο Τσιρτσώνης, πάει στο παλάτι του δράκου και κρύφτηκε μέσα όσο που κοιμήθηκε ο δράκος και το παίρνει το ποτήρι και φεύγει. Αφού ξύπνησε ο δράκος και είδε σκοτεινά, το 'νοιώσε πως του πήραν το ποτήρι, σηκώθηκε και τρέχει καταπόδι στον Τσιρτσώνη, για να τον φάει.
- θα με φας, του είπε 'κείνος, θα τρυπήσω όμως την κοιλιά σου να βγω όξω.
Ο δράκος φοβήθηκε και στάθηκε, ο Τσιρτσώνης πέρασε τον ποταμό και ο δράκος αρχίνησε να τον παρακαλεί πάλι:
- Βρε Τσιρτσώνη, τι 'ναι αυτά που μου καταφέρνεις ; Μ' έκαμες κι έφαγα τις θυγατέρες μου, μου 'κλεψες το κιλίμι μου, μου πήρες τώρα και το ποτήρι μου!
- Ακόμα δα, ακόμα! Πίσω είναι τα θεριστικά!
Αυτά είπε ο Τσιρτσώνης, κι έφυγε και πάει στο βασιλιά το ποτήρι και του γύρεψε τη θυγατέρα του.
- θα πας να μου φέρεις και το τσαντίρι του που κοιμάται αποκάτω και τότε θα σου δώσω τη θυγατέρα μου, είπε ο βασιλιάς.
Και ο Τσιρτσώνης έφυγε. Και πήγε κι αγόρασε εκατό οκάδες βαμπάκι και το πήρε και πάει εκεί κοντά στον πύργο του δράκου και σε κάθε τρύπα που βγαίνουν ποντίκια έβαλε από πενήντα δράμια βαμπάκι. Κι οι ποντικίνες το πήρανε και κάνανε φωλιές για να γεννήσουν και ύστερα βγήκανε και είπανε του Τσιρτσώνη:
- Το καλό που μας έκαμες, τι καλό θέλεις να σου κάνουμε κι εμείς;
Και τους είπε ο Τσιρτσώνης, να πάρουν από κομμάτι βαμπάκι, να πα' να ταπώσουν τα κουδούνια πο 'χει το τσαντίρι του δράκου, για να το κλέψει. Τότε όλες οι ποντικίνες πήρανε από κομμάτι βαμπάκι και πήγανε και τα ταπώσανε τα κουδούνια. Μια κουτσή ποντικίνα δεν μπόρεσε να το ταπώσει καλά ένα κουδούνι και την ώρα που το σήκωνε ο Τσιρτσώνης να το πάρει να φύγει, χτύπησε το κουδούνι και λίγο έλειψε να ξυπνήσει ο δράκος. Τότε τρέξανε άλλες ποντικίνες και το ταπώσανε. Και το πήρε ο Τσιρτσώνης κι έφυγε.
Αφού ξύπνησεν ο δράκος και δεν είδε το τσαντίρι, έτρεξε καταπόδι στον Τσιρτσώνη. Εκείνος όμως είχε περάσει τον ποταμό και ο δράκος άρχισε να τον παρακαλεί:
- Βρε Τσιρτσώνη, παιδί μου, τι σου έκανα και με κατάφερες κι έφαγα τις θυγατέρες μου, έκλεψες το κιλίμι μου και το ποτήρι μου, τώρα μ' έκλεψες και το τσαντίρι μου;
- Πίσω είναι τα θεριστικά! είπεν ο Τσιρτσώνης, ακόμα τι έπαθες! Αυτά τίποτα δεν είναι!
Το πήρε λοιπόν το τσαντίρι και το πάει του βασιλιά και γύρεψε τη θυγατέρα του κι ο βασιλιάς του είπε:
- Να μου φέρεις και το δράκο τον ίδιο και τότε να σου δώσω τη θυγατέρα μου πλια!
- Εγώ θα σου φέρω το δράκο, αλλά θα σας φάει όλους με την αράδα.
- Φέρ' τον εσύ κι ας μας φάει, είπε ο βασιλιάς.
- Καλό, είπε ο Τσιρτσώνης, ύστερα δε με μέλει, και έφυγε.
Πάει και βάζει παλιά φορέματα, άλειψε και κάτι τι το πρόσωπο του και γίνηκε σα γέρος και πήρε ένα τσεκούρι και πήγε κοντά στον πύργο του δράκου και διαλέγει ένα γερό και χοντρό δέντρο και άρχισε να το κόβει και φώναζε:
- Το κρίμα να 'χει ο Τσιρτσώνης!
Μόλις άκουσε ο δράκος το τακ-τουκ και το κρίμα να 'χει ο Τσιρτσώνης, έτρεξε και τον ερώτησε:
- Τι κανείς αυτού γέρο;
- Αχ, το κρίμα να 'χει ο Τσιρτσώνης! είπε ο γέρος.
Σήμερα 'πέθανε και δεν ηύρανε ποιος να κάνει το κιβούρι του και στείλανε μένα το γέρο.
Που μπορώ εγώ να το κόψω το δέντρο και να το κάνω. θέλει να 'ναι ένα μοναχό δέντρο να το σκάψω και ένα χοντρό σανίδι από πάνω για καπάκι και να το καρφώσω με μεγάλα καρφιά, για να μην τύχει και αναστηθεί και βγει πάλι, γιατί μας αφάνισε τη χώρα μας. Τέτοιος κακός άνθρωπος ήτανε. Ίσα μ' ένα δράκο δυνατός είναι.
Τον είχε φάει μια φορά ένας δράκος και τρύπησε την κοιλιά του και βγήκε και πέθανε ο δράκος, που ποτέ δεν πεθαίνει ο δράκος.
- Έννοια σου, γέρο, είπε ο δράκος• εγώ να το κάνω το κιβούρι του Τσιρτσώνη, γιατί και μένα πολλά μ' έκανε. Με κατάφερε κι έφαγα
τις δώδεκα θυγατέρες μου, μ' έκλεψε το κιλίμι μου, το ποτήρι μου και το τσαντίρι μου. θα τον έτρωγα εγώ, αλλά με φοβέριζε πως θα
τρυπήσει την κοιλιά μου να βγει και γι αυτό δεν τον έφαγα.
- Το κάνει, είπε ο γέρος.
Τότε ο δράκος πήγε στον πύργο, πήρε ένα τσεκούρι μεγάλο κι ένα πριόνι και καρφιά μεγάλα και πήγε κι έκοψε ένα δέντρο χοντρό και το έσκαψε απομέσα έκοψε κι ένα σανίδι χοντρό από ένα άλλο δέντρο, κι ύστερα του είπε ο Τσιρτσώνης:
- Για έμπα μέσα να το καρφώσω και να κλωτσήσεις να δούμε θα μπορέσεις να το τσακίσεις; γιατί σαν εσένα δυνατός είναι και ο
Τσιρτσώνης.
Το πίστεψε ο δράκος και μπήκε μεσ' στο κιβούρι και τον κάρφωσε ο Τσιρτσώνης, και του είπε:
- Κλώτσα τώρα να δοκιμάσουμε.
Κλωτσά ο δράκος, πού να ξεκαρφωθεί ή να σπάσει!
- Γερό είναι, είπε ο Τσιρτσώνης, στέκα να το ξεκαρφώσω να βγεις.
Και αντίς να το ξεκαρφώσει, 'κείνος έμπηγε κι άλλα καρφιά. Κι ύστερα του είπε:
- Εγώ είμαι ο Τσιρτσώνης και θα σε πάω ζωντανό στο βασιλιά, για να μου δώσει τη θυγατέρα του.
- Αχ, Τσιρτσώνη, τι 'ναι αυτά που μου κάνεις ! Με κατάφερες κι έφαγα τις θυγατέρες μου, μου 'κλεψες το κιλίμι μου, το ποτήρι μου, το τσαντίρι μου, τώρα με κατάφερες και μ' έβαλες μεσ' στο κιβούρι.
- Έννοια σου, του λέει ο Τσιρτσώνης, τώρα πλια
ξεπληρώνονται τα θεριστικά, και δεν θα σε
πειράξω πλια.
Τότε τον φορτώθηκε και τον πάει του βασιλιά και λέει:
- Να, αφέντη βασιλιά, μες σ' αυτό το κιβούρι είναι ο δράκος' ζωντανό τον έθαψα. Λ/or μην τον ανοίξεις, γιατί θα σας φάει. Μένα δε με τρώει, γιατί τρυπώ την κοιλιά του και βγαίνω.
Κι ύστερα πήρε τη βασιλοπούλα και την έκρυψε στο ταβάνι, κι ο βασιλιάς ξεκάρφωσε το κιβούρι και βγήκε ο δράκος και τους έφαγε όλους με την αράδα μεσ' στο παλάτι και ο Τσιρτσώνης τους έκανε σιργιάνι.
- Τώρα θα σε φάω και σένα, του είπε ο δράκος.
- Εμ γι' αυτό κι εγώ στέκομαι, εμ ύστερα; θα τρυπήσω την κοιλιά σου να βγω.
Φοβήθηκε ο δράκος και δεν τον πείραξε, μόν' τον άφησε κι έφυγε. Τότε σου ο Τσιρτσώνης πήρε τη βασιλοπούλα γυναίκα και γίνηκε βασιλιάς.



Κεντρική σελίδα αφιερώματος






Designed by TemplatesBox