Ο Schiller στη μουσική

Ποίημα


Η ΚΑΛΥΜΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΗΝ ΣΑΪΔΑ

Ένας νεαρός, που η φλογερή της γνώσης δίψα
Τον έσπρωξε στην Σάιδα της Αιγύπτου, των ιερέων
Να εκμάθει την απόκρυφη σοφία, είχε εν τάχει
Διέλθει ήδη κάποιο στάδιο μ' έναν νου εύστροφο∙
Μα όλο και πιο μακριά τον τράβαγε ο πόθος του της έρευνας
Κι όλο και πιο δύσκολα κατεύναζε ο Ιεροφάντης
Τον ανυπόμονο φιλόδοξο. «Τί έχω άραγε,
Τα πάντα εάν δεν έχω;» έλεγε ο νέος.
«Μήπως υπάρχει εδώ ένα πιο λίγο κι ένα πιότερο;
Είν' η Αλήθεια σου, όπως και η ευτυχία για τις αισθήσεις,
Μονάχα ένα άθροισμα, που μεγαλύτερο, μικρότερο
Μπορείς να το κατέχεις και ωστόσο το κατέχεις;
Δεν είναι μία και μοναδική αυτή, αχώριστη;
Βγάλε έναν ήχο από μία αρμονία,
Βγάλε ένα χρώμα απ' το ουράνιο τόξο,
Κι όλα όσα θα σου μένουν ένα τίποτα είναι, αφού
Το ωραίο όλον λειψό θα 'ναι σε ήχους και χρώματα».
Μιλώντας έτσι κάποτε, στεκόντουσαν
Ακίνητοι σε μιαν απόμερη ροτόντα,
Όπου μια καλυμμένη εικόνα, γιγαντιαίου μεγέθους,
Το βλέμμα του νεανία τράβηξε. Απορημένος
Τον οδηγό του κοίταξε και είπε: «Τί είναι αυτό
Που κρύβεται πίσω από τούτο το πέπλο;»
«Η Αλήθεια», ήταν η απάντηση. «Πώς!» κράζει εκείνος,
«Για την Αλήθεια εγώ πασχίζω μόνος και αυτή
Είν' ακριβώς κάτι που κρύβουν από μένα;»

«Αποκαλύπτεται απ' την ίδια τη θεότητα» αποκρίθηκε
Ο Ιεροφάντης. «Κανείς θνητός, λέει αυτή,
Δεν το κουνά το πέπλο αυτό, ώσπου η ίδια εγώ να το σηκώσω.
Και όποιος με ανεξάγνιστο, ένοχο χέρι,
Το άγιο, το απαγορευμένο αυτό πρωτύτερα σηκώσει.
Εκείνος, λέει η θεότης» - «Λοιπόν;» - «Εκείνος την Αλήθεια θα την δει.»
Ένας παράξενος χρησμός! Ούτε κι εσύ ο ίδιος
Το πέπλο αυτό δεν το έχεις σηκώσει;
«Εγώ; Φυσικά και όχι! Και ούτε ποτέ μου το
Προσπάθησα.» «Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Όταν απ' την Αλήθεια
Μόνο ετούτο το λεπτό το πέπλο με χωρίζει - »
«Και ένας νόμος», τον διακόπτει ο οδηγός του.
«Βαρύτερο, γιε μου, από όσο εσύ νομίζεις
Είναι ετούτο το λεπτό υφαντό- για το δικό σου χέρι
Ναι μεν είν' ελαφρό, όμως ασήκωτο για τη συνείδησή σου.»
Ο νεαρός πήγε στο σπίτι του γεμάτος σκέψεις∙
Της γνώσεως ο διακαής πόθος του κλέβει
Τον ύπνο του, στριφογυρνά όλο θέρμη στο κρεβάτι,
Και γύρω στα μεσάνυχτα σηκώνεται. Στον ναό
Τον οδηγεί αθέλητα το δειλιασμένο βήμα.
Εύκολο ήταν γι' αυτόν στον τοίχο του να σκαρφαλώσει,
Και στης ροτόντας το εσωτερικό καταμεσίς
Φέρνει ένα πήδημα πιο θαρραλέο τον τολμητία.

Στέκεται τώρα εδώ, κι ολόφριχτη τον περιβάλλει
Κεί ολομόναχον μια σιωπή δίχως ίχνη ζωής,
Που η υπόκωφη μονάχα των βημάτων του ηχώ
Μέσα στις μυστικές, θολωτές κρύπτες διακόπτει.
Από ψηλά μέσω του ανοίγματος του θόλου ρίχνει
η Σελήνη την ωχρή, αργυρογάλαζή της λάμψη,
Και φοβερή, όπως ένας παριστάμενος θεός,
Λάμπει, ανάμεσα στου θόλου τα σκοτάδια,
Μες στο μακρύ της πέπλο, η μορφή.
Προχωρά κατά πάνω της αυτός με βήμα αβέβαιο•
Μόλις το χέρι το ασεβές την ιερή πάει ν' αγγίξει εικόνα,
Τότε τινάζεται καυτά ριγώντας σ' όλο το κορμί του
Και τον πετά αυτόν μακριά ένα αθώρητο χέρι.
«Ω δυστυχή, τί πας να κανείς;» του φωνάζει έτσι
Βαθιά εντός του μία συγκρατητική φωνή.
«Να δοκιμάσεις το πανίερον εσύ σκοπεύεις;
Κανείς θνητός, είπε το στόμα εκείνο που 'δωσε χρησμό,
Το πέπλο αυτό δεν το κουνά, ώσπου η ίδια εγώ να το σηκώσω.
Όμως δεν πρόσθεσε το ίδιο στόμα και αυτό:
Όποιος το πέπλο αυτό σηκώσει, την Αλήθεια μέλλει να την δει;
Ας είναι πίσω του ό,τι θέλει! Εγώ θα το σηκώσω.
(Με δυνατή κράζει φωνή) Θέλω να την δω!»
«Να την δω!» Του αντηχεί μετά μακρά, χλευαστική η ηχώ.

Αυτά λέει και τραβά το πέπλο.
«Λοιπόν,» θα με ρωτήσετε, «και τί του εμφανίστηκε εδώ;»
Δεν το γνωρίζω. Αναίσθητον κι ωχρό
Τον βρήκανε οι ιερείς την άλλη μέρα
Κάτω στης Ίσιδος το βάθρο ξαπλωμένον.
Τί εκεί πέρα είδε κι έμαθε
Ποτέ η γλώσσα του δεν το αποκάλυψε. Για πάντα
Η ιλαρότητα απ' την ζωή του εχάθη•
Τον τράβηξε θλίψη βαθιά σε πρώιμο τάφο.
«Αλί σ' αυτόν» τα προειδοποιητικά του ήταν λόγια,
Όταν τον πίεζε κανείς πάνω σ' αυτό με ερωτήσεις,
«Αλί σ' αυτόν, που στην Αλήθεια φτάνει μ' ενοχή•
Ευχάριστη ποτέ δεν θα του είναι εκείνη.»

Schiller Friedrich Johann von., «ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», μτφρ. Κυριάκου Γ. Σαμέλη, Αθήνα 2005.








Designed by TemplatesBox